lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκάρδιος στα ουκρανικά

Λέξη:
εγκάρδιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
вид, добрий, привітний, різновид, сердечний, серцева, серцеве, серцевий, сорт, тип
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εγκάρδιος, εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος στα ουκρανικά, вид στα ελληνικά
εγκάρδιος στα ουκρανικά