lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκάρδιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
εγκάρδιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
afável, cordial, familiar, íntimo, particular
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εγκάρδιος, εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος στα πορτογαλικά, afável στα ελληνικά
εγκάρδιος στα πορτογαλικά