lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκάρδιος στα γερμανικά

Λέξη:
εγκάρδιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
gemütlich, herzlich, innig, intim, liebevoll, vertraut, warmherzig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εγκάρδιος, εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος στα γερμανικά, gemütlich στα ελληνικά
εγκάρδιος στα γερμανικά