lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκάρδιος στα τσεχική

Λέξη:
εγκάρδιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
důvěrný, intimní, laskavý, přívětivý, srdečný, vlídný, vřelý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εγκάρδιος, εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος στα τσεχική, důvěrný στα ελληνικά
εγκάρδιος στα τσεχική