εγκάρδιος στα αγγλικά εγκάρδιος στα τσεχική εγκάρδιος στα γερμανικά εγκάρδιος στα δανική εγκάρδιος στα ισπανικά εγκάρδιος στα γαλλικά εγκάρδιος στα ιταλικά εγκάρδιος στα νορβηγικά εγκάρδιος στα ρωσικά εγκάρδιος στα σουηδικά εγκάρδιος στα λευκορωσίας εγκάρδιος στα εσθονική εγκάρδιος στα κροατικά εγκάρδιος στα ουγγρική εγκάρδιος στα λιθουανική εγκάρδιος στα πορτογαλικά εγκάρδιος στα ουκρανικά εγκάρδιος στα πολωνική
γρήγορος στα αγγλικά μπουκάλι στα νορβηγικά καταστολή στα ισπανικά νύξη στα σουηδικά δηλητηριάζω στα αγγλικά