lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικρατώ στα ουκρανικά

Λέξη:
επικρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
анулювати, анулюйте, відхилити, відхиляти, панувати, переважати, переважте, превалювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επικρατώ, επικρατώ συνώνυμο, επικρατώ συνώνυμα, επικρατώ αγγλικά, επικρατώ english, επικρατώ στα ουκρανικά, анулювати στα ελληνικά
επικρατώ στα ουκρανικά