lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικρατώ στα ρωσικά

Λέξη:
επικρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
властвовать, господствовать, править, управлять, царить, царствовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επικρατώ, επικρατώ συνώνυμο, επικρατώ συνώνυμα, επικρατώ αγγλικά, επικρατώ english, επικρατώ στα ρωσικά, властвовать στα ελληνικά
επικρατώ στα ρωσικά