lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικρατώ στα δανική

Λέξη:
επικρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
beherske, dominere, herske, rå, regere, styre
Σχετικές λέξεις:
δανική επικρατώ, επικρατώ συνώνυμο, επικρατώ συνώνυμα, επικρατώ αγγλικά, επικρατώ english, επικρατώ στα δανική, beherske στα ελληνικά
επικρατώ στα δανική