lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικρατώ στα τσεχική

Λέξη:
επικρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
dominovat, opanovat, ovládat, ovládnout, panovat, převládat, řídit, spravovat, vévodit, vládnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επικρατώ, επικρατώ συνώνυμο, επικρατώ συνώνυμα, επικρατώ αγγλικά, επικρατώ english, επικρατώ στα τσεχική, dominovat στα ελληνικά
επικρατώ στα τσεχική