lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανός στα ουκρανικά

Λέξη:
ικανός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (31):
адекватний, вміти, відповідний, гідний, достатній, звук, звучати, здатен, здатний, здоровий, здібний, змогти, кваліфікований, компетентний, могти, може, правомочний, придатний, припадок, підходити, підхожий, розумний, справний, спритний, спроможний, схильний, точний, тямущий, удатний, умілий, ґрунтовний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ικανός, ικανός συνώνυμα, ικανός στα αγγλικα, ικανός κατηγορίας 2 (ι/2), ικανός και για τελικό, ικανός ετυμολογία, ικανός στα ουκρανικά, адекватний στα ελληνικά
ικανός στα ουκρανικά