lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ικανός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
apto, autorizado, capaz, competente, delegado, dotado, habilitado, hábil, idóneo, inteligente, jeitoso, serviste, talentoso, versado, ágil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ικανός, ικανός συνώνυμα, ικανός στα αγγλικα, ικανός κατηγορίας 2 (ι/2), ικανός και για τελικό, ικανός ετυμολογία, ικανός στα πορτογαλικά, apto στα ελληνικά
ικανός στα πορτογαλικά