lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανός στα σουηδικά

Λέξη:
ικανός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
behörig, duglig, duktig, flink, förmögen, glögg, habil, kapabel, kompetent, talent, vederbörande
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ικανός, ικανός συνώνυμα, ικανός στα αγγλικα, ικανός κατηγορίας 2 (ι/2), ικανός και για τελικό, ικανός ετυμολογία, ικανός στα σουηδικά, behörig στα ελληνικά
ικανός στα σουηδικά