lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανός στα ρωσικά

Λέξη:
ικανός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (17):
вместителен, вместительный, годен, годный, емкий, искусный, компетентен, компетентный, ловкий, обширный, одаренный, поместительный, пригодный, способен, способный, умный, ёмкий
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ικανός, ικανός συνώνυμα, ικανός στα αγγλικα, ικανός κατηγορίας 2 (ι/2), ικανός και για τελικό, ικανός ετυμολογία, ικανός στα ρωσικά, вместителен στα ελληνικά
ικανός στα ρωσικά