lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανός στα δανική

Λέξη:
ικανός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
behørig, dygtig, kompetent, egnet, habil, begavet, flink, gløgg, kapabel, talent
Σχετικές λέξεις:
δανική ικανός, ικανός συνώνυμα, ικανός στα αγγλικα, ικανός κατηγορίας 2 (ι/2), ικανός και για τελικό, ικανός ετυμολογία, ικανός στα δανική, behørig στα ελληνικά
ικανός στα δανική