lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρύκευμα στα ουκρανικά

Λέξη:
καρύκευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
браунінг, вдягання, витримування, приправа, спеція
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καρύκευμα, καρύκευμα στα ουκρανικά, браунінг στα ελληνικά
καρύκευμα στα ουκρανικά