lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρύκευμα στα τσεχική

Λέξη:
καρύκευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (4):
kořenění, koření, okořenění, úprava
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καρύκευμα, καρύκευμα στα τσεχική, kořenění στα ελληνικά
καρύκευμα στα τσεχική