lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρύκευμα στα ρωσικά

Λέξη:
καρύκευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
приправа, специя
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καρύκευμα, καρύκευμα στα ρωσικά, приправа στα ελληνικά
καρύκευμα στα ρωσικά