lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα τσεχική

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (32):
anulovat, dovolit, dovolovat, likvidovat, nést, odklidit, odstranit, odvolat, podpírat, podstoupit, potlačit, přetrpět, přeškrtnout, rušit, sejmout, snášet, snést, spolknout, stornovat, strpět, tolerovat, trpět, utrpět, vydržet, vypovědět, vystát, vytrpět, vyvrátit, zakusit, zamlčet, zrušit, škrtnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα τσεχική, anulovat στα ελληνικά
ακυρώνω στα τσεχική