lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κηροπήγιο στα ουκρανικά

Λέξη:
κηροπήγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
дотримуватися, канделябр, паличка, палка, приклеювати, приклеюватися, приклеїти, приклеїтися, свічник, ціпок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κηροπήγιο, κηροπήγιο στα αγγλικα, κηροπήγιο με χρωματιστό αλάτι, εβραϊκό κηροπήγιο, ασημένιο κηροπήγιο, κηροπήγιο στα ουκρανικά, дотримуватися στα ελληνικά
κηροπήγιο στα ουκρανικά