lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιέχω στα ουκρανικά

Λέξη:
περιέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
вміщати, містити, міститися, містить, містіть, охопити, охоплювати, охопіть, підтримайте, підтримати, підтримувати, утримати, утримувати, існуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά περιέχω, περιέχω συνώνυμα, περιέχω στα αγγλικά, περιέχω αγγλικά, περιέχω translate, περιέχω στα ουκρανικά, вміщати στα ελληνικά
περιέχω στα ουκρανικά