lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιέχω στα γερμανικά

Λέξη:
περιέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
abschließen, begreifen, eingehen, einschließen, enthalten, schließen, umarmen, umfassen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά περιέχω, περιέχω συνώνυμα, περιέχω στα αγγλικά, περιέχω αγγλικά, περιέχω translate, περιέχω στα γερμανικά, abschließen στα ελληνικά
περιέχω στα γερμανικά