lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιέχω στα πορτογαλικά

Λέξη:
περιέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
abarcar, abraçar, abranger, conter, encerrar, implicar, incluir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά περιέχω, περιέχω συνώνυμα, περιέχω στα αγγλικά, περιέχω αγγλικά, περιέχω translate, περιέχω στα πορτογαλικά, abarcar στα ελληνικά
περιέχω στα πορτογαλικά