lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιέχω στα ιταλικά

Λέξη:
περιέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
abbracciare, accludere, capire, comprendere, contenere, includere, intendere, racchiudere, rinchiudere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά περιέχω, περιέχω συνώνυμα, περιέχω στα αγγλικά, περιέχω αγγλικά, περιέχω translate, περιέχω στα ιταλικά, abbracciare στα ελληνικά
περιέχω στα ιταλικά