lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσαρμόζω στα ουκρανικά

Λέξη:
προσαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
наставити, зменшити, зменшувати, пристосовувати, пристосовуватися, пристосуватися, стримайте, стримати, стримувати, узгодьтеся
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά προσαρμόζω, προσαρμόζω τη δόση μου, προσαρμόζω συνώνυμο, προσαρμόζω συνώνυμα, προσαρμόζω μετάφραση, προσαρμόζω αγγλικά, προσαρμόζω στα ουκρανικά, наставити στα ελληνικά
προσαρμόζω στα ουκρανικά