lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσαρμόζω στα πολωνική

Λέξη:
προσαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
dopasować, dostosować, nastawić, przystosować, przystosowywać, uporządkować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική προσαρμόζω, προσαρμόζω τη δόση μου, προσαρμόζω συνώνυμο, προσαρμόζω συνώνυμα, προσαρμόζω μετάφραση, προσαρμόζω αγγλικά, προσαρμόζω στα πολωνική, dopasować στα ελληνικά
προσαρμόζω στα πολωνική