lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσαρμόζω στα γερμανικά

Λέξη:
προσαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
adaptieren, angenähert, angeordnet, angepasst, anordnen, anpassen, eingestuft, einstellen, herrichten, modifizieren, ordnen, zurechtlegen, zurechtmachen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά προσαρμόζω, προσαρμόζω τη δόση μου, προσαρμόζω συνώνυμο, προσαρμόζω συνώνυμα, προσαρμόζω μετάφραση, προσαρμόζω αγγλικά, προσαρμόζω στα γερμανικά, adaptieren στα ελληνικά
προσαρμόζω στα γερμανικά