lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσαρμόζω στα δανική

Λέξη:
προσαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
justere, indrette, lempe, tilpasse, ordne, tillempe, arrangere
Σχετικές λέξεις:
δανική προσαρμόζω, προσαρμόζω τη δόση μου, προσαρμόζω συνώνυμο, προσαρμόζω συνώνυμα, προσαρμόζω μετάφραση, προσαρμόζω αγγλικά, προσαρμόζω στα δανική, justere στα ελληνικά
προσαρμόζω στα δανική