lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχέση στα ουκρανικά

Λέξη:
σχέση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
відношення, відчуття, доречність, залежність, поведінка, поза, позиція, постава, поставити, почуття, родич, союз, співвідношення, ставити, ставлення, чуття
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σχέση, σχέση ονειροκρίτης, σχέση με μικρότερο, σχέση με μεγαλύτερο άντρα, σχέση με μεγαλύτερο, σχέση με μεγαλύτερη γυναίκα, σχέση στα ουκρανικά, відношення στα ελληνικά
σχέση στα ουκρανικά