lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονός στα πορτογαλικά

Λέξη:
μονός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
exclusivo, impar, integral, isolado, mesmo, retirado, singular, solitário, solo, sonsinho, sozinho, só, tal, uniforme, uno, ímpar, único
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μονός, μονός ψεκασμός, μονός νεροχύτης, μονός κόμπος γραβάτας, μονός καναπές κρεβάτι, μονός δισκοβραχίονας, μονός στα πορτογαλικά, exclusivo στα ελληνικά
μονός στα πορτογαλικά