lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχεδιάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
σχεδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
креслення, креслити, літак, міркувати, міркуйте, планувати, плаский, плоский, площина, проект, роздумувати, сюжет
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σχεδιάζω, σχεδιάζω το σπίτι μου, σχεδιάζω την κουζίνα μου, σχεδιάζω σύνταξη ευέλικτα, σχεδιάζω συνώνυμα, σχεδιάζω ρούχα, σχεδιάζω στα ουκρανικά, креслення στα ελληνικά
σχεδιάζω στα ουκρανικά