lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχεδιάζω στα τσεχική

Λέξη:
σχεδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
chtít, hodlat, myslet, mínit, nabídnout, navrhnout, navrhovat, plánovat, pořádat, projektovat, předložit, přemýšlet, uvažovat, zařizovat, zařídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σχεδιάζω, σχεδιάζω το σπίτι μου, σχεδιάζω την κουζίνα μου, σχεδιάζω σύνταξη ευέλικτα, σχεδιάζω συνώνυμα, σχεδιάζω ρούχα, σχεδιάζω στα τσεχική, chtít στα ελληνικά
σχεδιάζω στα τσεχική