lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχεδιάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
σχεδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
järjestää, suunnitella, aikoa, ajatella, ehdottaa, esitellä, miettiä
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σχεδιάζω, σχεδιάζω το σπίτι μου, σχεδιάζω την κουζίνα μου, σχεδιάζω σύνταξη ευέλικτα, σχεδιάζω συνώνυμα, σχεδιάζω ρούχα, σχεδιάζω στα φινλανδικά, järjestää στα ελληνικά
σχεδιάζω στα φινλανδικά