lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχεδιάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σχεδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
designar, planear, projectar, achar, intentar, pensar, planejar, pretender, sugerir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σχεδιάζω, σχεδιάζω το σπίτι μου, σχεδιάζω την κουζίνα μου, σχεδιάζω σύνταξη ευέλικτα, σχεδιάζω συνώνυμα, σχεδιάζω ρούχα, σχεδιάζω στα πορτογαλικά, designar στα ελληνικά
σχεδιάζω στα πορτογαλικά