lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπακούω στα ουκρανικά

Λέξη:
υπακούω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
дотримуватися, заслухати, заслуховувати, послухати, почуйте, почути, прослідкувати, розуміти, слухайте, слухати, слідкувати, слідуйте, чути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υπακούω, υπακούω υπακούς υπακούει, υπακούω συνώνυμο, υπακούω στα ουκρανικά, дотримуватися στα ελληνικά
υπακούω στα ουκρανικά