lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χέρι στα ουκρανικά

Λέξη:
χέρι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
плече, покірний, приборкати, приборкувати, приручити, рука, ручний, ручною, ручної, ручній, свійський
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χέρι, χέρι χέρι, χέρι του θεού, χέρι του άδωνι, χέρι της φατιμά, χέρι στισ καταθέσεισ, χέρι στα ουκρανικά, плече στα ελληνικά
χέρι στα ουκρανικά