lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειώνω στα γερμανικά

Λέξη:
μειώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
abgemildert, abschwächen, beschränken, entkräften, entwerten, ermäßigen, knirps, kürzen, mindern, reduzieren, schmälern, schwinden, schwächen, verkleinern, vermindern, verringern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μειώνω, μειώνω συνώνυμα, μειώνω στα γαλλικά, μειώνω στα αγγλικά, μειώνω μετάφραση, μειώνω επαναχρησιμοποιώ ανακυκλώνω, μειώνω στα γερμανικά, abgemildert στα ελληνικά
μειώνω στα γερμανικά