lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιώνω στα πολωνική

Λέξη:
ματαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
anulować, unieważniać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ματαιώνω, ματαιώνω στα πολωνική, anulować στα ελληνικά
ματαιώνω στα πολωνική