lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ματαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
адменьваць, адмяняць, касаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ματαιώνω, ματαιώνω στα λευκορωσίας, адменьваць στα ελληνικά
ματαιώνω στα λευκορωσίας