lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιώνω στα ουγγρική

Λέξη:
ματαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
lemond, érvénytelenít, érvényteleníteni, visszavonni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ματαιώνω, ματαιώνω στα ουγγρική, lemond στα ελληνικά
ματαιώνω στα ουγγρική