lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιώνω στα δανική

Λέξη:
ματαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
aflyse, annullere, omstødte, slette
Σχετικές λέξεις:
δανική ματαιώνω, ματαιώνω στα δανική, aflyse στα ελληνικά
ματαιώνω στα δανική