lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έκρηξη στα πορτογαλικά

Λέξη:
έκρηξη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
estampido, explosão, detonariam, estrépito, fragor, estalido, salva, tranquilo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά έκρηξη, έκρηξη στο χάρλεμ, έκρηξη στο δημαρχείο κερατσινίου, έκρηξη στην τουγκούσκα, έκρηξη στην καλαμάτα, έκρηξη στη θεσσαλονίκη, έκρηξη στα πορτογαλικά, estampido στα ελληνικά
έκρηξη στα πορτογαλικά