lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έκρηξη στα τσεχική

Λέξη:
έκρηξη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
detonace, erupce, hluk, hřmění, rachot, rámus, salva, třesk, třeskot, vypuknutí, vyrážka, vzplanutí, výbuch, záchvat, šum
Σχετικές λέξεις:
τσεχική έκρηξη, έκρηξη στο χάρλεμ, έκρηξη στο δημαρχείο κερατσινίου, έκρηξη στην τουγκούσκα, έκρηξη στην καλαμάτα, έκρηξη στη θεσσαλονίκη, έκρηξη στα τσεχική, detonace στα ελληνικά
έκρηξη στα τσεχική