lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έκρηξη στα βουλγαρικά

Λέξη:
έκρηξη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
взрив, експлозия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά έκρηξη, έκρηξη στο χάρλεμ, έκρηξη στο δημαρχείο κερατσινίου, έκρηξη στην τουγκούσκα, έκρηξη στην καλαμάτα, έκρηξη στη θεσσαλονίκη, έκρηξη στα βουλγαρικά, взрив στα ελληνικά
έκρηξη στα βουλγαρικά