lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα γαλλικά

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (9):
directement, immédiatement, aussitôt, instantanément, bond, illico, incessamment, incontinent, sur-le-champ
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα γαλλικά, directement στα ελληνικά
αμέσως στα γαλλικά