lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάχωμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανάχωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
banco, beira, borda, borde, canto, costa, declive, ladear, ladeira, lábio, margem, orla, país, rampa, recorde, taluda, vera
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανάχωμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα λεξικο, ανάχωμα στα πορτογαλικά, banco στα ελληνικά
ανάχωμα στα πορτογαλικά