lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάχωμα στα ουγγρική

Λέξη:
ανάχωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
bank, falszegély, folyópart, margó, part, szegély, tengerpart, árokpart, zátony
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ανάχωμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα λεξικο, ανάχωμα στα ουγγρική, bank στα ελληνικά
ανάχωμα στα ουγγρική