lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάχωμα στα νορβηγικά

Λέξη:
ανάχωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (18):
bank, bord, bredd, bryn, grunne, kant, kyst, marginal, rabatt, ram, rand, remsa, skråning, snipp, stim, strand, strant, søm
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ανάχωμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα λεξικο, ανάχωμα στα νορβηγικά, bank στα ελληνικά
ανάχωμα στα νορβηγικά