lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάχωμα στα δανική

Λέξη:
ανάχωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
bank, bord, bred, bryn, grønne, kant, kyst, margen, marginal, rabat, ram, rand, remse, skråning, stim, strand, søm
Σχετικές λέξεις:
δανική ανάχωμα, ανάχωμα συνώνυμο, ανάχωμα συνώνυμα, ανάχωμα στην κρίση, ανάχωμα ορισμός, ανάχωμα λεξικο, ανάχωμα στα δανική, bank στα ελληνικά
ανάχωμα στα δανική