lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπό στα ουκρανικά

Λέξη:
καπό (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
капот, чепчик, зовнішність, маска
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καπό, το καπό, ολιβιέ καπό, καπό στα αγγλικα, καπό αυτοκινήτου, καπό αγγλικά, καπό στα ουκρανικά, капот στα ελληνικά
καπό στα ουκρανικά