lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απελπισμένος στα λευκορωσίας

Λέξη:
απελπισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
адчайны, роспачны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας απελπισμένος, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος στα λευκορωσίας, адчайны στα ελληνικά
απελπισμένος στα λευκορωσίας